Τουρκμένιος

Τουρκμένιος
και Τουρκομάνος, θηλ. Τουρκμένα, Ν
1. ο κάτοικος τής Τουρκμενίας
2. στον πληθ. οι Τουρκμένιοι και Τουρκομάνοι
εθνολ. λαός που ανήκει στον νοτιοδυτικό κλάδο τής τουρκικής γλωσσικής ομάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turkmen / turkoman < περσ. Turkmān / Turkmēn < turkmān / turkmēn «αυτός που μοιάζει με Τούρκο» (βλ. και λ. Τούρκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”